- νεοφιλελεύθερος
- ο, θηλ. -ηο οπαδός τού νεοφιλελευθερισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neoliberal (< νε[ο]-* + liberal < liber «ελεύθερος»). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek